Title | : | Ο καρπός της ασθενείας μου |
Author | : | |
Rating | : | |
ISBN | : | - |
ISBN-10 | : | 9786185461294 |
Language | : | Greek, Modern (1453-) |
Format Type | : | Paperback |
Number of Pages | : | 368 |
Publication | : | First published December 22, 2021 |
Το βιβλίο αρθρώνεται ως πειραματικό δοκίμιο και άσκηση αυτομυθοπλασίας. Είναι καμωμένο από τα οργανικά υλικά μιας γενεαλογίας του δοκιμιακού λόγου από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μονταίν: την εξομολόγηση, την τέχνη της αυτοπαρατήρησης και της αυθιστόρησης· το επαναβίωμα μιας εμπειρίας δια της αναμνημόνευσης· τον αφορισμό, την παρέκβαση και την εσωτερική περιπλάνηση· τον συνειρμό, το παράθεμα και το παράδοξο· την προτίμηση για το εφήμερο, το καθημερινό, το αλλότριο και το ακατάγραπτο.
☙
Δοκιμάζουμε να καθρεφτίσουμε την ψυχή μας. Γινόμαστε διαφανείς –κατά το δυνατόν– και κατανοητοί. Όμως, ο γραπτός αναδιπλασιασμός του εαυτού είναι ένα νέο πλάσμα. Κι αναρωτιόμαστε: Τι λογής είναι ο καρπός αυτός;
Ο καρπός της ασθενείας μου Reviews
-
Από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί από σύγχρονο Έλληνα!
Δοκίμια μικρά σε έκταση, όπως του Μονταίν, στον οποίο αναφέρεται αρκετές φορές.
Ο Σινιόσογλου εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα αφού πρώτα κυκλοφόρησε δύο βιβλία στα αγγλικά: Radical Platonism in Byzantium και το πρώτο Plato and Theodoret, από το οποίο τον γνώρισα αν και ακόμα δεν έχω διαβάσει. Ο αλλόκοτος ελληνισμός ήταν το πρώτο στα ελληνικά, το οποίο βρήκα εξαιρετικό. Χωρίς να έχω εικόνα για τα δύο επόμενα, είμαι σίγουρος πως το παρόν είναι το κορυφαίο του μέχρι στιγμής. -
(Το πιο σοφό θα ήταν να ειπωθεί κάτι μίνιμαλ και κομψό, σαν κάψουλα βιβλιοεμπιστοσύνης όπως «διβάστε το» ή «απλά εκπληκτικό», ωστόσο γιατί να μην ενδοσκοπήσουμε στην ψυχική ραχοκοκαλιά της χάρτινης αυτής κοιλότητας;)
Ο Σ. παραθέτει ένα γοητευτικό δοκιμιακό ημερολόγιο, με μεταιχμιακή αφηγηματική γραφή, με όλη την ακαδημαϊκή αίγλη, αλλά μακριά από κάθε αποστείρωση του λόγου. Ένα βιβλίο πράγματι ζωντανό, σχεδόν ενός έτους, με ειλικρίνεια, αντισώματα, ψυχικές συγκρούσεις, σκυλοφοβία, γατοενδιαφέρον και την προσπάθεια απομνημόνευσης των περιστασιακών διαθλάσεων του Είναι· είναι λογοτεχνία και είναι δοκίμιο, είναι παρέα και είναι μοναξιά.
Ποια είναι η παρέα;
Ο ζοφερός Σιοράν με την αδυναμία στις διαταραχές, ο Κάφκα, η γνωστή διαταραχή όλων των ευκαρυωτικών ομάδων σαν τις σκαθαρίνες και των τεράστιων ζωυφίων που καταπιάνονται στις υπαλληλικές εργασίες, ο αθεράπευτα ρομαντικός Τσβάιχ, ο Ρουσσώ ανάμεσα σε φιλοσοφία και αναπνοή, πεσιμιστής Πλούταρχος, οι στωικοί που σαν τη Μπέτι Ντέιβις απεχθάνονται φθηνούς συναισθηματισμούς, ο εστέτ Καρακό, ο Μάρκος Αυρήλιος και στη μέση όλων, ο Μονταίν.
Ο Σ. με τη καλειδοσκοπική διάταξη του βίου του και τα κάτοπτρα του Λακάν, ως kintsugi, είναι η χρυσή φλέβα που ενώνει τους παραπάνω στο ίδιο ηλιακό σύστημα. Αυτή είναι και η μοναξιά, το φίλτρο μας πάνω σε κάθε κείμενο, αντικείμενο ή υποκείμενο, ελπίζοντας η ουσία του φίλτρου μας άλλοτε να είναι από αστικό βρώμικο μπετό και άλλοτε μεμβράνη πεταλούδας με τις πούδρες της, έτσι άλλωστε μπορούμε να ανακαλύψουμε τι είναι το Άλλο που μας ακουμπάει, σπάνια, όταν δεν κυλιόμαστε στον σολιψισμό μας ή στην μεταφυσική του εγωισμού μας.
Τα ημερολόγια, οι σημειώσεις και οι φιλοσοφίες λειτουργούν σαν τον πίνακα σκέψης του καρπού που μολύνει και το πιο ήρεμο μυαλό, με το βάρος των όψεων του εαυτού και την ανησυχία της συνείδησης, περήφανα, πάνω στο ικρίωμα. Πόσες φορές άλλωστε βασανίζεται το μυαλό μας και δοκιμάζει πάνω του κάθε πιθανή μεταφορά που συναντάει, με την ελπίδα η απάντηση να δοθεί από τη φύση, τον λόγο ή τη τύχη. Και ναι, τα παραπάνω είναι βόλτα στο γκέτο του μυαλού, καθώς μερικές φορές είναι σκοτεινά εκεί μέσα. Σκοτεινά με τον κυνισμό των σκεπτικισμών και τη σαγήνη της μισανθρωπίας.
Το συγκεκριμένο βιβλίο μου άφησε στο μυαλό μερικά κλεμμένα πορτοκάλια, ένα φλαμίνγκο με ένα χταπόδι, μια συλλογή από κλεμμένα ποτήρια μπύρας, λαχνούς, ευπαθείς τένοντες του Αιγόκερου, μια μικροσκοπική κούκλα Μάγια που απορροφά τις ανησυχίες, δροσερό κολύμπι, μια οχιά με πολλά μυρμήγκια τριγύρω, γυναίκες ως αμπέλια του Λουκιανού που προκαλούν ευχάριστο κάψιμο στις ανδρικές κοιλιές και το έντομο Catacanthus incarnatus με καλύτερη άμυνα και από θεραπευόμενο σε άρνηση.
Ο καρπός, έσπασε το αδηφάγο αναγνωστικό μου ρολόι (και εμένα λίγο). Αφού σε βάζει να φας το τραύμα, σε χτυπάει ως φάντασμα σε σαρκίο και τότε μόνο σε ρίχνει σε ιαματικές σελίδες. Δίνει εξαιρετικές λύσεις όπως πως η καλύτερη συνταγή για να αναβιώσεις το παρελθόν είναι να το λησμονήσεις ώστε να το αναβιώσεις κατά λάθος. Είναι τόσο σπάνια τα θαυμαστικά, που αρχίζω και τα εκτιμώ. Θα έπρεπε να το δίνουν στα πρώτα ραντεβού ή στις βιωματικές ομάδες, ως οδηγό συζητήσεων για καταραμένους. Σταματώ γιατί η ημικρανία μου αλλάζει ημισφαίριο. -
Σκέφτομαι τόση ώρα τι να γράψω για αυτό που διάβασα. Δεν χρειάζεται να πω κάτι. Εύχομαι να πέσει στα χέρια σας.
-
Το καλύτερο δοκίμιο που έχει γραφτει τα τελευταία χρόνια,
-
Δεν είχα σκοπό να γράψω κάτι - γιατί τι θα μπορούσα να γράψω γι' αυτό το βιβλίο χωρίς να το υποτιμήσω; - μέχρι που συνειδητοποίησα πως με έκανε να νιώσω όπως ένιωθα διαβάζοντας το βιβλίο της ανησυχίας του Pessoa. Πέντε κι άλλα πέντε και παλαμάκια.
-
"Ποιός ξερει ποσες φορές τα αντικείμενα μας σώζουν αναλαμβανοντας σιωπηλες διπλωματικές αποστολές! Ειμαστε τα πράγματα που περνούν από τα χέρια μας περισσότερο απ'όσο νομίζουμε."-Νικήτας Σινιοσογλου, Ο καρπός της ασθενείας μου, Δοκίμιο με σάρκα και οστά, εκδόσεις Κίχλη ΥΓ 350 ήμερες μετά, Αθήνα, Maidstone, Coxheath, Glasgow, Stirling, Edinburgh, Isle of Mull, Godalming, Αθήνα, Ανάφη, London, Reigate, Maidstone και πίσω Αθήνα. πολλά "πουκάμισα" και πολλές αναμνήσεις και ένα reference book
-
«Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ένας ποιητής;»
— Γιάννης Πάνου, Ιστορία των Μεταμορφώσεων, Καστανιώτης 1998.
«Οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά επινοητικοί όταν αναζητούν τρόπους να σε μειώσουν, αλλά πόσο πεζοί γίνονται όταν σε θυμούνται! Ένα χαρακτηριστικό τους είναι ότι κρίνουν εκ του αποτελέσματος. Την ερωτική εμμονή που ευοδώνεται τη βαφτίζουν έρωτα υποδειγματικό, όμως την ερωτική εμμονή που αποτυγχάνει την περιφρονούν. Το ίδιο συμβαίνει με τα βιβλία και με όλα – το αποτέλεσμα ορίζει την προοπτική τους. Μόλις αντιληφθείς τον μηχανισμό πίσω από τις κρίσεις και τις εκτιμήσεις του ενός και του άλλου, αντιλαμβάνεσαι πως η γνώμη των ανθρώπων δεν έχει καμιάν αξία» (σ.193).
Διάβασα το βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου από καθαρή περιέργεια μετά από τα διθυραμβικά σχόλια που έβλεπα να αναρτώνται δεξιά κι αριστερά από εκστασιασμένους αναγνώστες μεταξύ των οποίων και ο Γιάννης Μπασκόζος, που ως εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού «ο αναγνώστης» έκρινε ότι έπρεπε να μιλήσει (βλ. «Το ύφος Σινιόσογλου»). Λυπάμαι που δεν θα συμμετέχω κι εγώ σε αυτή τη γιορτή. Και λυπάμαι, όχι γιατί δεν γράφω αρνητικές κριτικές εκεί που άλλοι γράφουν διθυράμβους και αυτή θα ήταν μια εξαίρεση, αλλά γιατί ο Σινιόσογλου αν διαβάσει κάποιος το βιογραφικό του προϊδεάζει για κάτι εντελώς διαφορετικό. «Τι;», θα ρωτήσει κάποιος. Δεν έχω απάντηση, αλλά πάντως κάτι διαφορετικό από αυτό που διάβασα. «Ας μην διάβαζες το βιογραφικό του», θα πείτε και θα έχετε και δίκιο. Έλα όμως που τείνω να παρασύρομαι από τα βιογραφικά των συγγραφέων καθότι πιστεύω ότι συνιστούν εξαιρετικές πύλες στο ιδιαίτερο είδος της αυτομυθοπλασίας. Και δεν υπαινίσσομαι ότι αναγράφουν αναλήθειες· απλώς, κατανοώ ότι μπορούν πάντα να είναι πιο αφαιρετικά, να γράφουν λιγότερα από την αλήθεια. Τέλος πάντων· τα βιβλία, ενάντια στη θέση του συγγραφέα, κρίνονται εκ του αποτελέσματος. «The proof is in the pudding», «η απόδειξη βρίσκεται στην πουτίγκα», λένε οι Βρετανοί και κανείς δεν χάλασε τη ζαχαρένια του ακολουθώντας τη συγκεκριμένη ρήση.
Στην προσπάθειά μου να αφουγκραστώ το «ύφος Σινιόσογλου» σε αυτό το τελευταίο πόνημά του κατέληξα στα ακόλουθα: το βιβλίο δεν είναι δοκίμιο, δεν το διατρέχει κάποιο επιχείρημα, αλλά από την άλλη δεν είναι και μυθιστόρημα. Αυτό όμως ήταν και το ζητούμενο γιατί ο συγγραφέας λέει ότι «το βιβλίο αρθρώνεται ως πειραματικό δοκίμιο και άσκηση αυτομυθοπλασίας» (βλ. οπισθόφυλλο) όπως και ως «Δοκίμιο με σάρκα και οστά» (βλ. εξώφυλλο). Και ενώ η απόπειρα αυτή προς το υβρίδιο, το κρίσιμο μεσοδιάστημα, ακούγεται θελκτική και πολλά υποσχόμενη, το όλο εγχείρημα χάνει στα σημεία. Οι προγραμματικές δηλώσεις και ο γενικότερος σχεδιασμός μπορεί να θέτουν τις βάσεις για ένα σαγηνευτικό σκηνικό –«Νοσταλγώ τις στιγμές που οι λέξεις παύουν να είναι θραύσματα του λόγου και σαν να αποκτούν το βάρος ενός συναρπαστικού φυσικού αντικειμένου ή ανθρώπινου μέλους» (σ. 29) γράφει κάπως κρυπτικά, αλλά δόκιμα, ο συγγραφέας– αλλά στην πράξη το κείμενο δεν σαρκώνεται όπως επιθυμεί ο Σινιόσογλου· τα όμορφα λόγια και κυρίως το ύφ��ς, δεν εξαργυρώνονται στο ταμείο. Ο μύθος, από τη μία, δεν κρίνεται ικανός να συντηρήσει το ενδιαφέρον κάποιου που το διαβάζει ως μυθιστόρημα (έστω ως «άσκηση αυτομυθοπλασίας»), παρότι υπάρχει μύθος, και μάλιστα ο συγγραφέας προτάσσει τον εαυτό του ως ήρωα, ενώ, από την άλλη, το κείμενο δεν στέκεται ως δοκίμιο (έστω και με «σάρκα και οστά»), δεν διαθέτει την απαραίτητη κράση του επιχειρήματος που θα σαγηνεύσει τον εραστή του είδους. «Μα το βλέπεις λάθος», θα πείτε. «Δεν γίνεται να το κρίνεις ούτε με στοιχεία από το ένα είδος, ούτε με στοιχεία από το άλλο! Πρέπει να αφήσεις τον νου σου ελεύθερο!» Το υβρίδιο όμως πρέπει να κριθεί κάπως. Ο συγγραφέας πρέπει να μας σύρει στο παιχνίδι με την πρόφαση είτε του μυθιστορήματος είτε του δοκιμίου (εδώ είναι η περίπτωση του δοκιμίου) και κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, αν όλα έχουν πάει κατ’ ευχήν, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε βρεθεί αλλού από εκεί που είχαμε ξεκινήσει· κάτι που όμως δεν συμβαίνει.
Το βιβλίο χάνει στα σημεία, αν και σε κάποια άλλα που τα βρήκα αρκούντως ενδιαφέροντα δείχνει τις δυνάμεις του· όπως, για παράδειγμα, στις σελίδες που πραγματεύονται τον Κλέωνα Παράσχο (σ. 137-58), ή στο σημείο που ο συγγραφέας μιλάει για τον ηθοποιό (σ. 133-4). Ο Σινιόσογλου, αν τον διαβάζω σωστά, θα μπορούσε να σκιαγραφεί στο πρόσωπο του ηθοποιού (όπως και του μίμου –βλ. σ. 33-8) μια έκφανση του έργου που ο ίδιος αποπειράται να κατασκευάσει: ο ηθοποιός, με τη μεστή και αναπόδραστη σωματικότητά του, ανάγεται στο ισοδύναμο του «δοκιμίου με σάρκα και οστά» στο πλαίσιο του θεάτρου έτσι όπως το έργο τού ηθοποιού είναι «κρυφό» και «αλλιώτικο» από αυτό του σκηνοθέτη και του συγγραφέα: «[...] μισός άνθρωπος και μισός ξένες φαντασίες». Είναι πάντως κατανοητό τι προσπαθεί να πετύχει ο Σινιόσογλου και με ποιους θέλει να συμπορευτεί και να αναμετρηθεί, και αυτό είναι προς τιμήν του· δηλαδή, εδώ, έχουμε να κάνουμε με χαρακτηριστική περίπτωση noble failure και αυτό φέρει το βάρος του στο πώς τον διαβάζω και τον κρίνω. Αλλά ας εξηγήσω πιο αναλυτικά γιατί πιστεύω ότι το όλο εγχείρημα δεν λειτουργεί. Καταρχάς, ο ήρωας, που υποτίθεται ότι είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, δεν πείθει ως αυτομυθοπλαστική περσόνα. Δηλαδή, για παράδειγμα, στα σημεία που θα έπρεπε να είναι πιο ζεστός και προσηνής παρουσιάζεται ψυχρός και απόμακρος σαν δοκιμιογράφος. Υπάρχει ένας υποτυπώδης μύθος στο βιβλίο, μια ερωτική ιστορία του συγγραφέα με μια ηθοποιό, τη Ζ., την οποία και χρησιμοποιεί κάπως ως σκηνικό βοήθημα για να μιλήσει για τον εαυτό του και την ασθένειά του. Πραγματικά, δεν μπορώ να αντισταθώ στη σκέψη των αντιδράσεων της άμοιρης αυτής «Ζ.» –αν έχει φυσική υπόσταση και αν ποτέ μπορούσε να διαβάσει τη συγγραφική μεταχείρισή της– γιατί η Ζ. κρίνεται διαρκώς ανθρωπολογικά –«σαν εντομολόγος» (σ. 305) αναφέρει ο Σινιόσογλου ότι λειτουργούσε μαζί της–, χωρίς ίχνος ευαισθησίας. Για να είμαι όμως ακριβοδίκαιος ο συγγραφέας έχει επίγνωση του θέματος, ή τουλάχιστον φοβάται ότι κάτι τέτοιο λαμβάνει χώρα («Εξαρχής αυτό έκανα;», σ. 305)· η μεταχείριση της Ζ. κατ’ αυτό τον τρόπο είναι μέρος του προβλήματος· είναι σύμπτωμα της «ασθενείας» του. Αυτά αρκούν για την ώρα αναφορικά με τη μυθιστορηματική πλευρά του ήρωα· από την άλλη, εκεί που θα έπρεπε ο Σινιόσογλου να τηρήσει την ψυχρότητα του δοκιμιογράφου σαγηνεύεται ο ίδιος από τη γραφή του, ακκίζεται –είναι εμφανώς πιο διαλλακτικός και ευαίσθητος με τον εαυτό του παρά με τη Ζ.– και ενδίδει σε συμπεράσματα που λίγο να τα ξανασκεφτεί ο αναγνώστης, σε μια δεύτερη (και τρίτη) ανάγνωση, αρχίζει και αμφιβάλλει για τη στιβαρότητά τους (βλ., για παράδειγμα, «Περί της καταδίκης εις θάνατον», σ. 167-70, όπου ο συγγραφέας καταλήγει ότι η χαρισμένη ζωή του Ντοστογιέφσκι «[...] απολήγει από μίαν άποψη στο ίδιο ψυχικό αδιέξοδο με την αυτοχειρία που έγινε», αναφερόμενος στο άδοξο (ή ένδοξο) τέλος του Αλμπέρ Καρακό. Επίσης, στο «Μπορεί ο λόγος να γίνει φάρμακο αλυπίας;» (σ. 170-76) διαβάζουμε: «Ευνομία και σωτηρία υπήρξαν οι μεγαλύτερες αποτυχίες της ιστορίας. Η υπακοή στον νόμο δεν τα κατάφερε καλύτερα από την υπακοή στον Θεό. Κοινό έχουν το υπόστρωμα του λόγου που υποχωρεί αδιάλειπτα, εκτός από τις περιπτώσεις όπου κράτη και θεσμοί τον χειραγωγούν καταλλήλως προς ίδιον συμφέρον» (σ. 174). Εκτός του ότι διαφωνώ κάθετα με τον παραλληλισμό «ευνομίας» και «σωτηρίας», αναρωτιέμαι τι σχέση έχει ο λόγος στο πλαίσιο του νόμου με τον λόγο στο πλαίσιο του Θεού, όταν είναι θαρρώ κατανοητό ότι ο λόγος του Θεού είναι κατ’ εξοχήν υπερβατικός και παράλογος. Επισημαίνω ότι ο διαχωρισμός που κάνω –όταν αξιολογώ τον συγγραφέα ως μυθιστοριογράφο και ως δοκιμιογράφο– δεν θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα αν η συνταγή είχε πετύχει. Το ότι διακρίνω τις δύο πλευρές σημαίνει ότι κάτι δεν έχει σαρκωθεί σωστά. Βλέπεις, τελικά, το «δοκίμιο με σάρκα και οστά», ιδιότυπο κράμα γαρ, απαιτεί υψηλές θερμοκρασίες για να σφυρηλατηθεί με επιτυχία και να καταφέρει να κεντρίσει την προσοχή του αναγνώστη καθότι η όποια αναστολή δυσπιστίας τελεί υπό αίρεση· μπαίνουμε κρύοι στο έργο καθότι ο συγγραφέας έχει ταχθεί «εναντίον της μυθοπλασίας» (σ. 27) ως μέρος των προγραμματικών δηλώσεών του. Ποιος όμως είπε ότι είναι εύκολο να μιλήσει κάποιος για τον εαυτό του όταν ταυτόχρονα επιθυμεί να ακολουθήσει τα ίχνη ενός Μονταίν, ενός Πασκάλ, ενός Σιοράν…
— πλήρες κείμενο:
https://www.istos.gr/literature/revie...