Title | : | Combats et métamorphoses dune femme |
Author | : | |
Rating | : | |
ISBN | : | - |
ISBN-10 | : | 9782021312546 |
Language | : | French |
Format Type | : | Paperback |
Number of Pages | : | 128 |
Publication | : | First published April 1, 2021 |
Combats et métamorphoses dune femme Reviews
-
A Woman's Battles and Transformations /
Die Freiheit einer Frau
I'm rather intrigued by Louis' literary project that combines autobiography with sociological class analysis, and his latest effort shows that he has moved towards a far more nuanced direction than his mentor Eribon, whose
Returning to Reims can be rightfully accused of making determinist claims. Louis himself started out with the fascinating, but similarly reductive
The End of Eddy that tells the story of him growing up in a poor family with little education in a deprived environment, and how he, the gay son, made a new life for himself in Paris, the golden boy of new French sociology (hence: Eribon).
History of Violence, his next effort, was a very, very brave and well-told book about how he survived a rape; then he returned to the topic of his roots with the placatively titled
Who Killed My Father. And after this short recap, ladies and gents, we've arrived at:
A Woman's Battles and Transformations.
Unsurprisingly, this is the story of his mother, a woman who fell pregnant early and emancipated herself from two toxic husbands (the second one being Louis' alcoholic father). The author, now older, seems to have gained the distance necessary to dissect his mother's life choices, some of which have affected him negatively. He tries to empathize with the female experience, especially that of a woman who has lived in poverty and with very limited choices (or as he would probably put it: As part of the Lumpenproletariat). When he was younger, he wished for another mother, he was ashamed of his family; now, he is proud of her metamorphosis: The book details how this change of mind occurred, so it's also a book about himself, about being a son, about aiming to live a dignified life.
The text reads like a monologue, and it's rendered in touching, short chapters (the whole book is rather short): I'm still grappling with the fact that both Eribon and Louis see themselves as socialists, but write about fleeing their classes - IMHO, the aim should be to allow all people to live dignified lives, no matter whether they are sociology professors or factory workers. Indeed, it shouldn't be necessary for a factory worker to become a sociology professor so he can have stability and dignity. To me, this is the theoretical crux of this new French sociological movement.
But my ramblings aside, Louis remains an ambitious, fascinating writer that should be read in the context of French, if not Western European politics as a whole. Class and habitus are still real, and he is one of the loudest voices illustrating the effects. -
Το πιο δυνατό βιβλίο της τετραλογίας. Ο πιο συνειδητοποιημένος συγγραφέας της γενιάς μου.
«Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να εξηγήσει, μόνο να απεικονίζει την πραγματικότητα, κι εγώ γράφω για να εξηγήσω και να κατανοήσω τη ζωή της.
Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να επαναλαμβάνεται κι εγώ δεν θέλω να γράφω παρά μόνο την ίδια ιστορία, ξανά και ξανά, να επιστρέφω σ’ αυτήν μέχρι να την κάνω να αποκαλύψει τα θραύσματα της αλήθειας της, να της ανοίγω τη μια τρύπα μετά την άλλη μέχρι να αρχίσει να στάζει αυτό που κρύβεται μέσα της.
Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να μοιάζει με επίδειξη συναισθημάτων κι εγώ δεν γράφω παρά μόνο για να κάνω να αναβλύσουν από μέσα μου συναισθήματα που το σώμα δεν ξέρει πώς να τα εκφράσει.
Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να μοιάζει με πολιτικό μανιφέστο κι εγώ ήδη ακονίζω κάθε μου φράση όπως θα ακονίζαμε τη λάμα ενός μαχαιριού.
Γιατί τώρα το ξέρω, έχτισαν αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία ενάντια σε ζωές και σε σώματα σαν το δικό σου. Γιατί ξέρω πια πως το να γράψω για κείνη, και να γράψω για τη ζωή της, σημαίνει να γράψω ενάντια στη λογοτεχνία.» -
Moving from known terrain Louis goes on to show a genuinely uplifting and loving portrait of his mother, incorporating the potential of change, despite of all (economic and classist) odds
Chapter one of this book is basically a rehash of
The End of Eddy;
Édouard Louis revisits the issues of class, social isolation, claustrophobically being tied to one another due to economic circumstances.
What is interesting, and better works here than in
Who Killed My Father, about the author his father, is how he draws his parents as being separate, real and flawed persons with own (unsuccessful) dreams. Still the prism of social determinism is certainly favoured by Louis, with grand statements on how people are destroyed by policies of the government or capitalism at large, but here the mother actually manages to change her circumstances.
The gap between son and mother due to a transition of social class is also a point I think the author needs to be lauded for. Here he shows the petty cruelty of children in an unrelenting manner.
Overall the resolution and the power to transform oneself is endearing and uplifting, but I do strongly feel this author should branch out further instead of continuing to mine his own upbringing. A capable enough writer, and a book that shows the most mellowness and perspective of the three I've read of Louis, so a solid four stars for this short read. -
Νιώθω ότι γνωρίζω τα πάντα πλέον για τον Εντουάρ Λουί. Ξέρω για την παιδική του ηλικία, τον πατέρα του, τα αδέρφια του, τους γείτονές του, τα σχολεία του, τον βιαστή του, τώρα έμαθα περισσότερα και για τη μητέρα του. Θα μου πεις, δεν σε είδα να λες κάτι για τον Κνάουσγκαρντ και θα σου πω, δίκιο έχεις. Δεν λέω κάτι για τον Κνάουσγκαρντ.-
Σε αυτό το βιβλίο μας παρουσιάζει τη μαμά του. Κρυφοκοιτάζουμε τον πρώτο της γάμο, στη συνέχεια τη ζωή της με τον πατέρα του και τελικά όταν κάνει μια έτσι φρααααπ και αλλάζει τη ζωή της. Και μπράβο της, μακάρι όλες.
Λέμε συνήθως ότι τα πάντα στη ζωή είναι πολιτική. Και είναι μεγάλη αλήθεια. Ακόμα μεγαλύτερη βεβαίως είναι ότι οι επιλογές μας, ο τρόπος που ζούμε, ο τρόπος που εκφραζόμαστε, όλα αυτά που μας ορίζουν ως πολιτικές οντότητες, χαρακτηρίζονται και από την αισθητική μας. Εγώ -και το λέω με μεγάλη λύπη- κουράστηκα με τον Λουί. Όλη αυτή η αυτοαναφορικότητα, η αυτοψυχανάλυση, η πολιτική ανάλυση που τη νιώθω πλέον να βγαίνει με ένταση μέσα από μια ντουντούκα, με έκαναν χλιαρή απέναντί του. Νιώθω να σηκώνει πολιτική παντιέρα στα πάντα , ενώ συγχρόνως διαισθάνομαι έναν εσωτερικευμένο μισοφτωχισμό. Προφανώς κανείς δεν αγαπά τη φτώχια, το πρόβλημα που εντοπίζω είναι όταν άνθρωποι που φεύγουν από αυτή την κατάσταση ο��θώνοντας ανάστημα απέναντι σε όλα τα οικονομικοκοινωνικά δεδομένα που οδηγούν σε μονόδρομο επανάληψης της ζωής των γονιών τους, κοιτάζουν αυτούς που μένουν πίσω με σιχασιά. Δεν νιώθω να ταυτίζομαι πλέον με έναν άνθρωπο που "τα κατάφερε" και μιλά τόσο πολύ για τον εαυτό του (ακόμα κι όταν μιλά για άλλους) αναλύοντας αναλύοντας αναλύοντας όσα θα μπορούσαν απλώς να ειπωθούν αφήνοντας σ εμάς την υπόλοιπη δουλειά, όλοι σε καπιταλιστικά πατριαρχικά περιβάλλοντα ζούμε, μας κόβει ως ένα βαθμό. Πιστεύω.
Ίσως όμως να είναι δικό μου θέμα. Να μην μπορώ να νιώσω σύνδεση με αυτό το είδος πολιτικής λογοτεχνίας, χωρίς να σημαίνει ότι διαφωνώ στη βάση της. Να μην είμαι αρκετά επαναστατική, να φταίει το ηλικιακό χάσμα που έχω με τον συγγραφέα και η λογοτεχνία όντως να χρειάζεται σε αυτή τη φάση πολιτικό ακόνισμα με αυτοαναφορικό βούτηγμα της άκρης της. Αλλά θα μ ενδιέφερε να δω πώς γράφει όταν δεν μιλάει για τον εαυτό του.
*Κοντολογίς. Θα ψόφαγα για έναν καφέ με μαζί του, να τον ακούω να μου μιλάει, θα συμφωνούσαμε στα περισσότερα, όμως δεν είναι αυτή η λογοτεχνία που θέλω να καταβροχθίσω.
*Για να μην παρεξηγηθώ. Πιστεύω πως ο καλλιτέχνης υπάρχει παντού στην τέχνη του. Υπάρχει όμως μια λεπτή διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στο προσωπικό στοιχείο στο έργο και την προβολή του εαυτού ως περσόνα ινσταλέισον. Που και αυτό είναι μια χαρά, απλώς δεν ταιριάζει σε όλους. -
A moving, compact, honest little book, with shades of Barthes and Handke, about the author's memoir. Louis's project remains fascinating.
-
«Γαμώτο μου, δεν θα με αφήσετε να είμαι χαρούμενη ούτε μια φορά σε αυτή την κωλοζωή!! Γιατί δεν έχω το δικαίωμα να είμαι χαρούμενη;»
Πρόκειται για τον αγώνα και την μεταμόρφωση της Μονίκ, της μητέρας του Édouard Louis, προς την ευτυχία. Μετά από δύο κακοποιητικούς γάμους, πέντε παιδιά, φτώχεια, δυστυχία και μοναξιά, έσπρωξε δυνατά και βγήκε στην αντιπέρα όχθη νικήτρια. Η Γαλλίδα Μόνικα Μπελούτσι, όπως λέει τον εαυτό της και γελάει, δεν κάνει την παραμυθένια ζωή, αυτή που ονειροπολούσε, αλλά είναι επιτέλους ελεύθερη. Είναι ελεύθερη να πάει κομμωτήριο, να πάρει ρομάτζα από το σούπερ μάρκετ, ελεύθερη να κάτσει με ένα κυπελάκι καφέ στο αίθριο κοντά στο σπίτι της, στο Παρίσι. Λέει είναι Παριζιάνα τώρα και γελάει. Η Μονίκ γελάει και αυτό είναι μια πολυτέλεια που μόνο κάποιες από εμάς έχουμε.
Το δεύτερο βιβλίο του Édouard Louis που πιάνω (αποφασισμένη να πιάσω και τα άλλα) και νομίζω πως έχω συνθέσει το παζλ της οικογένειάς του. Σαν να είναι κάποιος που ήξερα από το σχολείο, με όλο αυτό το παιδικό μωσαϊκό που έχει μέσα περηφάνεια, ντροπή, στιγμές εκδίκησης, φτώχεια και σπάνιες βόλτες στην θάλασσα αντί για σαμπάνια (η σαμπάνια ακολούθησε μετά).
Υπάρχουν σημεία που δεν αγαπώ, όπως το πώς συχνά τον βλέπω να ακουμπάει τον εαυτό του γύρω από τις αναμνήσεις άλλων, αλλά τον καταλαβαίνω. Ακόμα και εάν είναι κάτι ναρκισσιστικό, συχνά δεν βλέπουμε τους άλλους, αλλά ποιοι είμαστε μαζί τους. Ερωτευόμαστε το πώς μας βλέπουμε και πως μας προσφέρεται να υπάρχουμε γύρω τους, συχνά αδιαφορούμε για την δικιά τους πραγματικότητα. Πως θα μπορούσε ο Édouard Louis να ζωντανέψει την Μονίκ και την πορεία της, εάν όχι μέσα από τα παιδικά του μάτια μέχρι το σήμερα; Ίσως να έχει ανάγκη να ακουμπήσει τον θυμό μέσα του για εκείνη, πριν την θυμηθεί στο τότε. Ίσως δεν γίνεται να γράψουμε για την ζωή κάποιου άλλου, χωρίς να γράψουμε για εμάς.
Όπως και να έχει, ο Édouard Louis είναι αυτό το φρέσκο της γενιάς μας, είναι δημιούργημα όλων μας και μπράβο μας. Μας αξίζει ένα μπράβο για τον χώρο που επιτέλους υπάρχει για όλους μας. Στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» μίλησε για ταξικό μίσος, σε αυτό για μια φεμινιστική πορεία. Το ξέραμε πως γράφει πολιτικά, μιας και τα πάντα είναι πολιτική.
Μέσα από αυτά φαίνεται πως είμαστε μια γενιά που είδε τον πόνο λίγο πιο τρυφερά από την προηγούμενη και είμαι βέβαιη πως η επόμενη φουρνιά θα είναι πιο σχηματισμένη και συναισθηματικά γενναιόδωρη από εμάς. Συγκίνηση για την ουσία του πράγματος. -
Είναι ο Εντουάρ Λουί η αποκάλυψη του 2021 για μένα; Εύκολη ερώτηση, ναι είναι 😊 Ο Εντουάρ Λουί, λοιπόν, ξαναχτυπά με ένα ακόμα βιβλίο φτιαγμένο από δικά του βιώματα, ενάντια στην λογοτεχνία όπως λέει ο ίδιος, γεμάτο συναίσθημα και σκηνές από την πραγματικότητα του.
Μας μιλάει για την μαμά του και πώς αυτή μεταμορφώνεται μετά από 2 αποτυχημένους γάμους και 5 παιδιά. Πώς η φτώχεια και η ζωή στο χωριό την καθόριζαν για πολλά χρόνια, πώς η ταξική βία της επέβαλλε μια ζωη γεμάτη στερήσεις, σωματική βία και καθόλου ευτυχία.
Το θεωρώ ακόμα ένα διαμάντι, δεν θα κουραστω να διαβάζω ο,τιδήποτε γράψει αυτός ο άνθρωπος ούτε θα κουραστώ να σας πρήζω να τον διαβάσετε. 🙃 -
Édouard Louis rekende in ‘Weg met Eddy Bellegueule’ af met zijn jeugd, en daar stond hij ineens: op het literaire podium. Sinds dat debuut en de boeken die volgden denk ik dat hij met een mesje schrijft, en als het wel met een pen is, dan is het in ieder geval een scherpe, een rake. In ‘Geschiedenis van geweld’ schreef hij de verkrachting waar hij het slachtoffer van was neer, en in ‘Ze hebben mijn vader vermoord’ portretteerde hij zijn vader en deelde zijn politieke overtuiging op een niet mis te verstane manier.
In zijn werk definieert hij stap voor stap zichzelf, of zal ik zeggen: zijn leven. Het boek over zijn vader heeft een pendant gekregen met ‘Strijd en metamorfose van een vrouw’. Veel woorden heeft Louis niet nodig om het leven van Monique Bellegueule, zijn moeder, te schetsen. Voor het eerst zwanger op haar zeventiende, getrouwd met een boemelaar, op haar twintigste in de armen gevlucht van een tweede man — een dronkelap die haar ‘dikke koe’ noemt, om tegen haar dertigste vanuit de keuken te constateren dat ze vijf kinderen heeft en géén leven.
Édouard Louis, die het oudste kind is uit het tweede huwelijk, schrijft schrijnend eerlijk over zijn moeder en zichzelf, en hij verstaat de kunst om van iets persoonlijks niet iets tenenkrullend persoonlijks te maken. Maar omdat de emotie in ‘Ze hebben mijn vader vermoord’ eerder tussen de regels zat, raakte dat boek me dieper. In ‘Strijd en metamorfose van een vrouw’ zoekt hij een bepaalde poëzie op, tedere bewoordingen die mij niet dichterbij halen, maar juist een stap terug doen zetten. Als Louis’ moeder zich na twintig jaar losmaakt van haar man, en moeder en zoon aarzelend weer naar elkaar toegroeien, neem ik daar lezend kennis van. Dat klinkt lauw, en zo bedoel ik het tot mijn spijt ook. Verder voor de duidelijkheid: dit is een schrijver die me blijft triggeren. Wat doet hij in zijn volgende boek? -
I had to read this book for class because I'm translating it into English and I actually really enjoyed it, yeehaw
-
Książka trudna w ocenie, bo krótka i bardzo osobista. Louis pisze o tym samym, co zwykle, ale tym razem mniej oskarżycielsko i twardo, a z wyraźnie większą czułością i być może odrobiną melancholii. Jak zawsze: klasowość, awans społeczny, kapitalizm, patriarchat. Myślę, że nie ma sensu czytać w oderwaniu od reszty twórczości autora i jako, że to kolejna podobna historia w podobnym wykonaniu, to chciałoby się czegoś więcej.
-
Dévoré ! Tant de franchise et de subtilité, d'engagement aussi. J'ai aimé ce récit du réel et toute la lumière qui en jaillit. J'ai envie de dire merci à l'auteur d'avoir écrit ce texte et j'espère qu'il fera boule de neige en suscitant d'autres métamorphoses de femmes.
-
I loved the only other book by
Édouard Louis that I've read (
The End of Eddy), so was very excited to have my request approved for his latest book.
Like The End of Eddy, this book draws on the author's own life, this time focusing on his mother and his relationship with her (he has another book,
Who Killed My Father, which I'm now super keen to check out!). It's a touching portrayal of a man looking back as an adult on his mother and her experiences and re-framing his views of her. The book is written in very short, snappy chapters, and as a result I found it really hard to put down.
Recommended!
Thank you Netgalley and Farrar, Straus and Giroux for the advance copy, which was provided in exchange for an honest review. -
Krótka, ale świetna
-
Napisana z wielką wrażliwością.
-
da mi je ovo prvo louisovo djelo, vjerojatno bih bila oduševljenija... s obzirom da mi je četvrto, znam da može bolje i žešće. također, ne preporučam ga da se čita kao njegovo prvo budući da u prethodne tri knjige na neki način stvara temelj za ovu. louis je započeo rano - u svojoj 22. godini istresao je dušu i želudac na papir i opisao svoje traumatično odrastanje u "raskrstimo s eddyjem", a u sljedećim knjigama samo se nadovezuje i produbljuje tu bolnu privatnu tematiku, nastavlja se fragmentarno secirati: u "povijesti nasilja" opisuje iskustvo silovanoga muškarca, u "tko je ubio moga oca" raščišćava s ocem, a u ovoj, s majkom. svi ti tekstovi posve su osobni... mučni i teškoprobavljivi. njegov je stil izravan i bez zadrške pa me, kao čitateljicu, povremeno hvatala nelagoda što sam do te mjere uvučena u tuđu intimu. preporučam onima koji mogu i znaju bez predrasuda ući na mala vrata u veliku tragediju.
ipak, u odnosu na prijašnje tri, u ovoj ima zraka optimizma. njegov odnos s majkom s godinama se poravnao, a sam louis dovoljno je sazrio da je dopustio majci da se istrgne iz ralja siromaštva, bijede i nasilništva i da si uredi život po svom: ljepota ovog djela je (i) u mogućnosti sagledavanja vlastite majke ne isključivo kao one koja snosi odgovornosti za brigu i odgoj svoje djece, nego i kao individue koja ima snage, hrabrosti i pravo upravljati neovisno svojim životom. -
En oikein tiedä, mitä mieltä olisin Louisista. Hän on niin kovan luokan tähti, että häneltä julkaistaan melko lailla mitä vain. En voi sille mitään, että tulee tunne, että tällaista omaelämäkerrallista tunnustuskirjallisuutta julkaistaan, kunnes hahmot loppuvat. Onko seuraavaksi vuorossa veli? En siis sano, että tämä olisi ollut huono teos tai että suosio ajaisi automaattisesti julkaisemaan mitä vain, mutta kapitalismi on sellainen helvetinkone, että vauhtisokeus iskee helposti, kun voitot kiiltelevät silmissä.
Varsinkin tämän äitiä käsittelevän teoksen suhde luokkaan saa minulle epämiellyttävän olon. Kun on itse keskiluokkaisena ja keskiluokkaisen lapsuuden eläneenä yhteiskuntatieteilijänä tottunut kritisoimaan keskiluokan maun nostamista kyseenalaistamattomaksi normiksi, tuntuu vaikealta, kun joku niin häpeilemättä kuvaa ylempien luokkien elämäntavan ihailuaan. Toisaalta tässä juuri piilee yksi teoksen hienouksista. Harva teos saa lukijalleen samalla tavalla epämiellyttävää oloa. Louis tavallaan paljastaa minut. -
Moedig, belangrijk, rauw, poëtisch en krachtig maar ook zo sereen ondanks dat je door de regels door het verdriet en de pijn leest van Édouard en zijn moeder die elk op een eigen manier aan hun verleden vol armoede en geweld zijn ontsnapt. ‘Zij hebben mijn vader vermoord’ blijft favoriet, maar ik vond het inspirerend om vanuit het perspectief van de moeder te lezen. Een krachtige vrouw die nog te weinig voorkomt in de literatuur.
-
Een zoon die een heel (doel)treffende stijl vond om het verhaal van zijn moeder te schrijven
-
Opisana relacja z matką i jej życie. Wzrusza mnie fakt, że Edouard Louis rozumie, że jego bliscy są tylko ludźmi.
-
Ik heb enorm naar dit nieuwe werk van Édouard Louis uitgekeken, maar dit viel me nogal tegen. Naast de hoeveelheid herhaling en de hyperbolen, stoorde ik me bovenal aan de 'cursiefjes'. Ofwel, de zinnen uit alinea's die soms net gelezen zijn, maar dan op een aparte pagina gezet. De gedachte kan zijn geweest hiermee de passages extra kracht bij te zetten, maar met zo'n mager werk lijkt het soms eerder op streamers uit een tijdschrift.
Ik hoop dat Édouard Louis met deze toevoeging een punt zet achter zijn reeks familieboeken. Volgens mij is het tijd voor wat nieuwe input. -
Κείμενο στο
Smassing Culture
Η απελευθέρωση από τη δυστυχία
Ο Εντουάρ Λουί μέσα σε λίγα μόλις χρόνια (το Να Tελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα γαλλικά το 2014), έχει καταφέρει να αφήσει ένα γερό στίγμα στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η βιωματική του γραφή και ο σκληρός ρεαλισμός της αφήγησής του, τον έχουν αναδείξει σε σημείο αναφοράς στη νέα γενιά συγγραφέων. Η φωνή του Λουί είναι τρυφερά δραματική, αλλά και βαθιά πολιτική. Στις αυτοβιογραφικές ιστορίες του αναμετράται με τα τραύματά του, αλλά αναζητά παράλληλα χαραμάδες ελπίδας, στιγμές χαράς και απόδρασης απ’ την κακία του κόσμου. Σίγουρα, δεν περιμένεις από ένα βιβλίο του Λουί να έχει happy ending, όμως μπορείς να αναζητήσεις σε αυτά την πεποίθηση ότι μπορούμε να αλλάξουμε τις ζωές μας, αν πάρουμε τις κατάλληλες (δύσκολες συνήθως) αποφάσεις. Η «φυγή» του Εντύ στο Παρίσι ήταν μία τέτοια απόδραση – απελευθέρωση απ’ την προδιαγεγραμμένη του ζωή στη γαλλική επαρχεία. Μία αντίστοιχη ιστορία απελευθέρωσης – μεταμόρφωσης συνιστά και η «εξέγερση» της μητέρας του στα 44 της χρόνια, στη διήγηση της ζωής της οποίας αφιερώνει το τελευταίο του βιβλίο (πρωτότυπος τίτλος Combats et Métamorphoses d’une Femme), το οποίο μετέφρασε στα ελληνικά η Στέλλα Ζουμπουλάκη για τις εκδόσεις Αντίποδες.
Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που ο Λουί επανέρχεται σε κάθε του βιβλίο στην ίδια ιστορία, αλλάζοντας κάθε φορά την οπτική του γωνία, φωτίζοντας διαφορετικές της πλευρές. Πρόκειται για μία συνειδητή του επιλογή, η οποία παρουσιάζεται από τον ίδιο ως μία άρνηση των λογοτεχνικών «κανόνων», των επιβεβλημένων απ’ την παραδοσιακή λογοτεχνική κριτική κι απ’ τις εκδοτικές προτεραιότητες της εποχής:
«Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να επαναλαμβάνεται κι εγώ δεν θέλω να γράφω παρά μόνο την ίδια ιστορία, ξανά και ξανά, να επιστρέφω σ’ αυτήν μέχρι να την κάνω να αποκαλύψει τα θραύσματα της αλήθειας της, να της ανοίγω τη μία τρύπα μετά την άλλη μέχρι να αρχίσει να στάζει αυτό που κρύβεται μέσα της»
Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου (η μητέρα του Εντύ) ήταν μία γυναίκα παγιδευμένη σε μία εποχή, ένα κοινωνικό πλαίσιο και μία νοοτροπία που της επέβαλλαν να σπαταλά ολόκληρη τη ζωή της για την ικανοποίηση των αναγκών των άλλων. Ήταν το πρότυπο της συντηρητικής ιδεοληψίας που επιβάλλει στη γυναίκα το ρόλο της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας του σπιτιού. Η μονότονη καθημερινότητά της δεν της επιφύλασσε ποτέ καμία έκπληξη. Όμως υπήρχε πάντοτε μία ρωγμή που διατάρασσε την κανονικότητα της ζωής της. Η επιθυμία της να ζήσει! Αναζητούσε, λοιπόν, μικρές χαραμάδες ελευθερίας ακόμα και με την πιο ασήμαντη αφορμή: σε ένα τραγούδι που της θύμιζε τα νιάτα της ή σε μία παράσταση ενός τσίρκου. Επρόκειτο για μία μύχια ανάγκη της να σπάσει τη μονοτονία, να νιώσει ξανά ελεύθερη όπως ήταν λίγο πριν παντρευτεί και γεννήσει το πρώτο της παιδί:
«Νομίζω πως είχα ξεχάσει ότι είχε υπάρξει ελεύθερη πριν από τη γέννησή μου – ευτυχισμένη;»
Συγκρίνοντας τα δύο τελευταία βιβλία του συγγραφέα παρατηρούμε τα διαφορετικά συναισθήματα που του γεννούν οι ιστορίες των δύο γονιών του. Από τη μία, η αφήγηση της ιστορίας του πατέρα του (στο Ποιος Σκότωσε τον Πατέρα μου ) προκαλεί ένα μείγμα συναισθημάτων συμπόνοιας και οργής. Περισσότερο φαίνεται να τον λυπάται για την κατάσταση στην οποία τον καταδίκασαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Σαρκοζί και η επικίνδυνη ζωή στο εργοστάσιο, παρά να εκδηλώνει αισθήματα αγάπης και κατανόησης. Διαφορετική είναι η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει στην ιστορία της μητέρας του, την οποία προσπαθεί να κατανοήσει ως μία γυναίκα καταπιεσμένη, εγκλωβισμένη σε ένα προσωπικό αδιέξοδο απ’ το οποίο υπήρχε ανάγκη να αποδράσει. Κάνοντας κι ο ίδιος αυτοκριτική στη στάση του απέναντί της στο παρελθόν, προσπαθεί να κατανοήσει και να δικαιολογήσει τα ψεγάδια του χαρακτήρα της, γνωρίζοντας πλέον ότι η γυναίκα που τον μεγάλωσε για χρόνια καταπίεζε τον πραγματικό της εαυτό, ο οποίος εκδηλώθηκε μόνον όταν βρήκε ξανά την ευτυχία, εκείνο το λησμονημένο συναίσθημα που είχε να βιώσει από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια.
Ο Λουί εμπνεύστηκε το βιβλίο του παρατηρώντας μία παλιά φωτογραφία της 20χρονης μητέρας του, στην οποία ανίχνευσε ένα χαμόγελο, το οποίο μαρτυρούσε μία ευτυχία την οποία σε όλη του την παιδική ηλικία δεν είχε αντικρίσει ποτέ στο πρόσωπό της. Αυτή η φωτογραφία τον παρακίνησε να αναζητήσει τις αιτίες που εξαφανίστηκε αυτό το χαμόγελο απ’ τα χείλη της, να αναρωτηθεί πώς κατέληξε τόσο δυστυχισμένη. Εξ’ ου και χαρακτηρίζει το βιβλίο του για εκείνη ως μία «αρχαιολογία της εξαφάνισης ενός χαμόγελου».[1]
[1] Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τους σκοπούς του κατά τη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου του αποκαλύπτει στις συνεντεύξεις του στο περιοδικό Les Inrockuptibles και στον Guardian -
“Era sicura di meritarsi un'altra vita, una vita che stava da qualche parte, astrattamente, in un mondo virtuale, che le sarebbe bastato un niente a sfiorarla, mentre nel mondo reale la sua era quello che era solo per caso.”
Un figlio racconta la madre.
Contro una certa idea della letteratura che illustra e non spiega, e che evita di ripetersi, Louis invece vuole trovare le ragioni, vuole raccontare sempre la stessa storia, per estrarne frammenti di verità.
Contro l’idea che la letteratura non dev’essere esibizione dei sentimenti, e nemmeno un manifesto politico, Louis invece si propone di spremere quei sentimenti da un corpo, quello della madre, relegato dal potere politico al silenzio di una classe sociale inferiore.
Come Annie Ernaux, anche Edouard Louis, transfugo di classe, si prefigge di raccontare la storia, le ragioni, il dolore di quelle persone che non hanno strumenti intellettuali per trovare le parole che esprimano la loro esperienza di vita. Quelle persone, quell’ambiente a cui lui stesso appartiene. Da cui è riuscito a emanciparsi e al quale può ritornare con nuovi strumenti di interpretazione. Ma anche di denuncia, implacabile, necessaria.
“È strano, per tutti e due la vita è iniziata da perdenti della Storia, lei la donna e io il figlio dissidente, mostruoso. Ma come in un’equazione matematica, un rovesciamento simmetrico ed esatto delle cose, i perdenti di quel mondo condiviso sono diventati i vincenti, e i vincenti, i perdenti “.
Sì, perché, come annuncia il titolo, questa è la storia di una donna che ha subito la miseria e la violenza e ha dovuto rinunciare ai suoi sogni di ragazza, fino a quando, a quarantacinque anni, inaspettatamente, trova la forza e il coraggio di cambiare la sua vita.
La scelta stilistica di Louis è quella di procedere per salti, raccontando situazioni esemplari, ma senza perdere mai il filo della storia complessiva.
Riguardo al suo stile essenziale e alla brevità di questo racconto, lui stesso dichiara: “Ho cercato di essere duro e breve, per dare uno schiaffo alla società. Si legge tutto d’un fiato, in neanche due ore. È la vita di mia madre. E non voglio che qualcuno, annoiato, posi sul comodino la vita di mia madre”. -
I’m becoming quite a fan of Édouard Louis’ work. I think sometimes people of my generation and older perhaps think that younger generations of the queer community have an easier time than they did. Which, if true, surely is something to be celebrated, is it not?!
But it’s so important we all remember that sadly this is not necessarily true. And so, well written pieces of literature, by young, talented writers like Louis, I think, are extremely important.
This volume, focusing on his Mother, is my personal favourite. And I get the sense that it might have been the toughest one to write. It is intensely personal and brutally honest.
Definitely a writer to watch out for! -
Louisin rinnakkaisteos Kuka tappoi isäni -romaanille sukeltaa isän jälkeen äidin tarinaan, naiseuteen ja äitiyteen maalla, alkoholimiehen jaloissa, jossa naisen ainoa paikka on olla kotonaan miehen solvattavana.
Aiempiin teoksiin verraten tämä äiti-teos jää yllättävänkin kepoiseksi ja pinnalliseksi, ja vaikka se on kaunis ja hellä kuvaus äidistä ja muodonmuutoksesta, vapautumisesta ja silti lähtemättömästä luokkataustasta, ei se oikein herää henkiin Louisin aiempien teosten tapaan. Vähän jopa hutaisten, pois-alta-kirjoitetun oloinen? -
Might crank out another star because this was wonderful.
-
Συγκρίνοντας τα δύο τελευταία βιβλία του συγγραφέα παρατηρούμε τα διαφορετικά συναισθήματα που του γεννούν οι ιστορίες των δύο γονιών του. Από τη μία, η αφήγηση της ιστορίας του πατέρα του προκαλεί ένα μείγμα συναισθημάτων συμπόνοιας και οργής. Περισσότερο φαίνεται να τον λυπάται για την κατάσταση στην οποία τον καταδίκασαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Σαρκοζί και η επικίνδυνη ζωή στο εργοστάσιο, παρά να εκδηλώνει αισθήματα αγάπης και κατανόησης. Διαφορετική είναι η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει στην ιστορία της μητέρας του, την οποία προσπαθεί να κατανοήσει ως μία γυναίκα καταπιεσμένη, εγκλωβισμένη σε ένα προσωπικό αδιέξοδο απ’ το οποίο υπήρχε ανάγκη να αποδράσει. Κάνοντας κι ο ίδιος αυτοκ��ιτική στη στάση του απέναντί της στο παρελθόν, προσπαθεί να κατανοήσει και να δικαιολογήσει τα ψεγάδια του χαρακτήρα της, γνωρίζοντας πλέον ότι η γυναίκα που τον μεγάλωσε για χρόνια καταπίεζε τον πραγματικό της εαυτό, ο οποίος εκδηλώθηκε μόνον όταν βρήκε ξανά την ευτυχία, εκείνο το λησμονημένο συναίσθημα που είχε να βιώσει από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια.
Κείμενο στο
Smassing Culture -
Gripping!
-
Στο πρόσφατο έργο του, ο Εντουάρ Λουί στρέφει τον αφηγηματικό φακό σε μια γυναίκα, τη Μονίκ, τη μητέρα του.
Στο βιβλίο αυτό, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία ιδιότυπη ιστορία μητρότητας. Η ιστορία της Μονίκ, η οποία αρχικά δεν είναι ορατή αφού η σχέση της με τον κακοποιητικό σύζυγο την καθιστά αόρατη, έρχεται να διαμεσολαβηθεί μέσα από την αφήγηση του γιου της, ο οποίος τη γνωρίζει αποκλειστικά ως μητέρα. Μια φωτογραφία απο το παρελθόν της Μονίκ, προτού οι κοινωνικές συνθήκες και ένας σύντροφος την αναγκάσουν να γίνει μητέρα, στέκεται ικανή για να κάνει τον Λουί να αναρωτηθεί για την ταυτότητα της Μονίκ ως γυναίκας και να επιχειρήσει να κάνει μια σύντομη ιστοριογραφία της.
Στην ιστορία δεν διαβάζουμε τα λόγια της Μονίκ ή τις σκέψεις της, δεν υπάρχει η ίδια σε πρώτο πλάνο. Όμως μαθαίνουμε για εκείνη ότι κάποτε είχε όνειρα και η μητρότητα ανέκοψε τόσο τους στόχους της όσο και την ελευθερία της. Μια γυναίκα που δεν είχε ποτέ το χώρο, το χρόνο ακόμη και την άνεση/προνόμιο να αποφασίσει να γίνει μητέρα, έρχεται αντιμέτωπη με τη φτώχεια, πέντε παιδιά, την κακοποίηση και το κλείσιμο στο σπίτι.
Ο συγγραφέας, σε πιο ώριμη φάση, συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του είναι πρωτίστως μια καταπιεσμένη γυναίκα, ότι η βία που βιώνει αυτός είναι η ίδια βία που βιώνει και η μητέρα του. Χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως θεραπεία για τα τραύματά του/τους, και με έναν λόγο βαθιά συναισθηματικό που ίσως έρχεται σε ρήξη με τους λογοτεχνικούς κανόνες, καταγράφει την ιστορία της απελευθέρωσης της Μονίκ.
Η απελευθέρωση ήταν ταυτόχρονα επείγουσα και αναγκαία, η μεταμόρφωση σήμαινε ελευθερία.Τι συνιστά όμως ελευθερία σε πλαίσιο φτώχειας, γαλλικής επαρχίας και κακοποίησης; Αν και ο Λουί δεν απαντά σε αυτά τα ερωτήματα, καθώς η ματιά του δεν είναι αυτή ενός αναλυτικού βλέμματος που θα εστιάσει στο κοινωνικό, το οικονομικό και το πολιτικό, χρησιμοποιεί το βίωμα ως πυξίδα σε μια πρώτη προσπάθεια να φωτίσει αυτό το δρόμο. Εντοπίζει τα παρακλάδια μιας βίας και μέσα από το δικό του τραύμα επιχειρεί να γνωρίσει εκ νέου τη Μονίκ, γεγονός που επιφέρει και μια δική του Μεταμόρφωση ως προς τα συναισθήματα του για εκείνη. -
Édouard Louis'n pienoisromaanit ovat olleet myös pienoisia helmiä. Niiden suorasukainen poliittisuus on vastustamatonta, ja toivoisin, että Suomessa kirjoitettaisiin jotain yhtä rohkeaa luokkakuvausta.
Naisen taistelut ja muodonmuutokset on kirjana monin tavoin hämmästyttävä. Siinä kuvattu työväenluokan toivoton elämä, väkivalta ja perityvä kurjuus voisi olla kuvausta 100 vuoden takaa, mutta se onkin kuvausta 2000-luvulta. Naisen aseman kuvauksena ja vapautumisena se on myös arkisen yksinkertainen ja todellinen.
Tällaistakin voi kaunokirjallisuus 2000-luvulla olla. Minna Canth kirjoitti näytelmän Työmiehen vaimo vuonna 1885, ja Louis'n oivallus siitä, että hän haluaa selittää todellisuutta, "kunnes se mikä piilee kaiken alla, alkaa tihkua läpi", on edelleen tarpeellinen ajatus. -
Μια άκρως συγκινητική ιστορία μεταμορφώσεως μιας μητέρας ταλαιπωρημένης... κακοποιημένης. Τόσο ελπιδοφόρο και όμορφο το πώς παρουσιάζει ο συγγραφέας τη ζωή της μητέρας του. Ένα τόσο σύντομο ανάγνωσμα που διαβάζεται σε ένα απόγευμα με τόσο μεγάλη ιστορία. Απλώς υπέροχο.
ΥΓ: Τα καλά βιβλία τα μοιραζόμαστε, ναι;